- ιχθυοπώλης
- οαυτός που πουλάει ψάρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἰχθυοπώλης — fishmonger masc nom sg ἰ̱χθυοπώλης , ἰχθυοπωλέω sell fish imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἰχθυοπωλέω sell fish imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχθυοπώλης — ο, θηλ. ιχθυοπώλις (Α ἰχθυοπώλης, θηλ. ἰχθυόπωλις και ἰχθυοπώλαινα) πωλητής ψαριών, ψαράς αρχ. το θηλ. ως επίθ. φρ. «ἰχθυόπωλις ἀγορά» αγορά ή τμήμα αγοράς όπου πωλούνται ψάρια, τα ψαράδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + πώλης (< θ. πωλ τού ρ.… … Dictionary of Greek
ἰχθυοπωλῶν — ἰχθυοπώλης fishmonger masc gen pl ἰχθυοπωλέω sell fish pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυοπῶλαι — ἰχθυοπώλης fishmonger masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυοπώλαις — ἰχθυοπώλης fishmonger masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυοπώλην — ἰχθυοπώλης fishmonger masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυοπώλου — ἰχθυοπώλης fishmonger masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυοπώλας — ἰχθυοπώλᾱς , ἰχθυοπώλης fishmonger masc acc pl ἰχθυοπώλᾱς , ἰχθυοπώλης fishmonger masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Nikolaos Vokos — Νικόλαος Βώκος Born 1854 Hydra … Wikipedia
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek